- ανεμοστάτης
- ο1) ось мотовила; 2) защита от ветра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμοστάτης — ο 1. ο στύλος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανέμη 2. πρόχειρο φράγμα για προστασία από τον άνεμο … Dictionary of Greek
ανεμοστάτης — ο 1. φράγμα για να προφυλάει από τον άνεμο. 2. ο όρθιος άξονας στον οποίο περιστρέφεται η ανέμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμόστυλος — ο ο στύλος της ανέμης, ανεμοστάτης … Dictionary of Greek
ανεμόστυλος — ο ανεμοστάτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)